- αναιρετήριος
- ἀναιρετήριος, -α, -ον (Μ) [ἀναιρέτης]ο αναιρετικός*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναιρετήριον — ἀναιρετήριος masc acc sg ἀναιρετήριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… … Dictionary of Greek